γλυκοπυρώνω

γλυκοπυρώνω
αμετ. гореть мягким, приятным светом;

γλυκοπυρώνομαι

1) — греться, согреваться (зимой на солнце, у камина и т. п.); — греть свои косточки (шутл.);

2) быть охваченным любовной страстью, пылать от любви

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γλυκοπυρώνω" в других словарях:

  • γλυκοπυρώνω — θερμαίνομαι ή φωτίζομαι και παίρνω ρόδινο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»